λογεία

λογεία
λογ-εία, ,
A collection of taxes or voluntary contributions, PHib.1.51.2 (iii B. C), PTeb.58.55 (ii B. C.), POxy.239.8 (i A. D.); collection for charity, 1 Ep.Cor.16.1, Hsch.; for religious purposes, GDI4156 ([place name] Lindos), PSI2.262.3 (i A. D.); perquisite, PPar.5xxvii 6 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογεία — και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω] 1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ) 2. έκτακτα… …   Dictionary of Greek

  • λογείας — λογείᾱς , λογεία collection fem acc pl λογείᾱς , λογεία collection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογία — λογία, ἡ (Α) βλ. λογεία …   Dictionary of Greek

  • ξυλολογεία — ξυλολογεία, ἡ (Α) το μάζεμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λογεία «συλλογή φόρων» (< λογεύω «συλλέγω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”